- αγρυπνία
- αγρύπνια η1) бодрствование ночью; бессонница; 2) церк, всенощная
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀγρυπνία — ἀγρυπνίᾱ , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc/acc dual ἀγρυπνίᾱ , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίᾳ — ἀγρυπνίαι , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀγρυπνίᾱͅ , ἀγρυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρυπνία — και αγρύπνια, η (Α ἀγρυπνία) [ἄγρυπνος] το να μην κοιμάται κανείς τη νύχτα, αϋπνία, το ξαγρύπνημα μσν. νεοελλ. ολονύκτια εκκλησιαστική ακολουθία, που τελείται την παραμονή ορισμένων εορτών αρχ. το χρονικό διάστημα τής φρούρησης, τής σκοπιάς 2.… … Dictionary of Greek
αγρύπνια — η εκούσια ή ακούσια στέρηση του ύπνου: Το νυχτέρι είναι εκούσια αγρύπνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρυπνία — η ολονύχτια εκκλησιαστική ακολουθία: Στα μοναστήρια οι αγρυπνίες είναι κατανυκτικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρυπνία ή αγρυπνιά ή αγρύπνια — Το να μένει κανείς άγρυπνος τη νύχτα είτε χωρίς τη θέλησή του (εξαιτίας αρρώστιας, νευρικής ταραχής κλπ.), είτε με τη θέλησή του· η δέηση μέσα στον ναό για τη θεραπεία ασθενούς. (Θρησκ.)Η α. απαντάται σε μεγάλη έκταση στην εθιμική ζωή πολλών λαών … Dictionary of Greek
ἀγρυπνίας — ἀγρυπνίᾱς , ἀγρυπνία sleeplessness fem acc pl ἀγρυπνίᾱς , ἀγρυπνία sleeplessness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίαι — ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀγρυπνίᾱͅ , ἀγρυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίαν — ἀγρυπνίᾱν , ἀγρυπνία sleeplessness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνιῶν — ἀγρυπνία sleeplessness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίαις — ἀγρυπνία sleeplessness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)